- ἱππαφίδες
- ἱππ-αφίδες,A caballi ammissi, carceres, Gloss. (prob. -αφέσεις).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιππαφίδες — ἱππαφίδες (Α) 1. ίπποι δεκτοί για αγώνα δρόμου 2. ιππαφέσεις, αφετηρίες στον ιππόδρομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + αφ ίδες (< ἀφ ίημι), τ. που απαντά μόνο στο παρόν συνθ. όν.] … Dictionary of Greek
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek